ἐμμίσθων

ἐμμίσθων
ἔμμισθος
in receipt of pay
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυθεσία — η, Ν η κατοχή περισσότερων τής μιας έμμισθων κυρίως θέσεων απασχόλησης στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θεσία] …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • αιράριο — (aerarium). Τo θησαυροφυλάκιο του ρωμαϊκού κράτους. Βρισκόταν στον ναό του Κρόνου που είχε οικοδομηθεί στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και για να διακρίνεται από τα άλλα θησαυροφυλάκια ονομαζόταν α. του Κρόνου ή του ρωμαϊκού λαού ή δημόσιο. Εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι, Μάρβιν — (Marvin Pentz Gaye, Jnr., Ουάσινγκτον 1939 – Λος Άντζελες 1984). Αφροαμερικανός τραγουδιστής της σόουλ μουσικής. Γιος πάστορα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην εκκλησιαστική μουσική (γκόσπελ), παίζοντας όργανο και τραγουδώντας στη χορωδία της… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμαντόπουλος, Ιωάννης — I (Αθήνα 1856 – Σεν Μαντέ 1910). Ελληνογάλλος ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1880), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Jean Moréas. Πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι (1878), η οποία, κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”